-
1 яичница
яичница ж τα αβγά τηγανητά; τα αβγά ομελέτα (омлет) · \яичница-глазунья τα αβγά μάτια* * *жτα αβγά τηγανητά; τα αβγά ομελέτα ( омлет)яи́чница-глазу́нья — τα αβγά μάτια
См. также в других словарях:
ομελέτα — η έδεσμα που παρασκευάζεται από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. omelette < αρχ. γαλλ. omelette, άλλη μορφή του alumelle «μικρή λάμα» < αρχ. γαλλ. lemelle < λατ. lamella «μικρό μεταλλικό πιάτο»] … Dictionary of Greek
ομελέτα — η (λ. γαλλ.), φαγητό με χτυπητά αβγά τηγανισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)